δευτέρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δευτέρωμα < μεσαιωνική ελληνική δευτέρωμα < δευτερώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δευτέρωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δευτέρωμα
|