δημηγορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημηγορία οι δημηγορίες
      γενική της δημηγορίας των δημηγοριών
    αιτιατική τη δημηγορία τις δημηγορίες
     κλητική δημηγορία δημηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημηγορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημηγορία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.mi.ɣoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μη‐γο‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημηγορία θηλυκό

  • η αγόρευση ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου (στα αρχαία χρόνια) που αποσκοπούσε να συμβουλεύσει τον λαό περί του πρακτέου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα