δημοτικίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοτικίστρια < δημοτικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοτικίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη δημοτικιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοτικίστρια
|