διάζωτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάζωτο τα διάζωτα
      γενική του διαζώτου
διάζωτου
των διαζώτων
    αιτιατική το διάζωτο τα διάζωτα
     κλητική διάζωτο διάζωτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάζωτο < δι- + άζωτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάζωτο ουδέτερο

  • (χημεία): χημική ένωση δύο ατόμων αζώτου, που συνδέονται με τριπλό δεσμό και συμπεριφέρονται ως μόριο
    οξείδιο του διαζώτου, τετραφθοριούχο διάζωτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]