διάταγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάταγμα < ελληνιστική διάταγμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάταγμα ουδέτερο
- ονομασία γραπτών εντολών, από υψηλά ιστάμενη αρχή της εκτελεστικής εξουσίας, που έχει και νομοθετικό χαρακτήρα
- με το διάταγμα των Μεδιολάνων νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπομένη θρησκεία»