διαβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβολή οι διαβολές
      γενική της διαβολής των διαβολών
    αιτιατική τη διαβολή τις διαβολές
     κλητική διαβολή διαβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πίνακας του Σάντρο Μποτιτσέλι (1495) που βασίστηκε στην περιγραφή του Λουκιανού στη πραγματεία του Εικόνες.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβολή. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + βολή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βο‐λη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαβολή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαβολή αἱ διαβολαί
      γενική τῆς διαβολῆς τῶν διαβολῶν
      δοτική τῇ διαβολ ταῖς διαβολαῖς
    αιτιατική τὴν διαβολήν τὰς διαβολᾱ́ς
     κλητική ! διαβολή διαβολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαβολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβολή < διαβάλλω (δια- + μεταπτωτικό θέμα βολ- του βάλλω) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαβολή θηλυκό

  1. η συκοφαντία, δυσφήμιση
    ※  Δεινόν γε ἡ ἄγνοια καὶ πολλῶν κακῶν ἀνθρώποις αἰτία, ὥσπερ ἀχλύν τινα καταχέουσα τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀμαυροῦσα καὶ τὸν ἑκάστου βίον ἐπηλυγάζουσα. ἐν σκότῳ γοῦν πλανωμένοις πάντες ἐοίκαμεν, μᾶλλον δὲ τυφλοῖς ὅμοια πεπόνθαμεν, τῷ μὲν προσπταίοντες ἀλόγως, τὸ δὲ ὑπερβαίνοντες, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ μὲν πλησίον καὶ παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες, τὸ δὲ πόῤῥω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες. Λουκιανός (125‑180), Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή.
    λείπει η μετάφραση
  2. έριδα, εχθρότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]