διασκεδαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεδαστής < διασκεδάζω + -τής (πβ. αρχαία ελληνική διασκεδαστής με άλλη σημασία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκεδαστής αρσενικό (θηλυκό διασκεδάστρια)
- αυτός που διασκεδάζει ο ίδιος, που γλεντάει
- (επάγγελμα) αυτός που διασκεδάζει τους άλλους, που τους κάνει να περνάν καλά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκεδαστής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διασκεδαστής | οἱ | διασκεδασταί |
γενική | τοῦ | διασκεδαστοῦ | τῶν | διασκεδαστῶν |
δοτική | τῷ | διασκεδαστῇ | τοῖς | διασκεδασταῖς |
αιτιατική | τὸν | διασκεδαστήν | τοὺς | διασκεδαστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διασκεδαστᾰ́ | διασκεδασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκεδαστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διασκεδασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεδαστής < διασκεδάννυμι + -τής < σκεδάννυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκεδαστής αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)