διαφωνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφωνώ < αρχαία ελληνική διαφωνέω / διαφωνῶ < διά + φωνέω / φωνῶ < φωνή

Ρήμα[επεξεργασία]

διαφωνώ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]