διερευνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διερευνώ < αρχαία ελληνική διερευνάω < διά + ἐρευνάω < ἔρευνα < ἔρομαι < εἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-
Ρήμα[επεξεργασία]
διερευνώ (παθητική φωνή: διερευνώμαι)
- προσπαθώ να μάθω όσο περισσότερες πληροφορίες μπορώ για ένα θέμα, εξετάζοντάς το λεπτομερώς, από όλες τις όψεις και σε βάθος
- η επιτροπή θα διερευνήσει τις καταγγελίες πολιτών
- οι επιστήμονες διερευνούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιερεύνητα
- αδιερεύνητος
- διερεύνηση
- διερευνητής
- διερευνητικά
- διερευνητικός
- διερευνήτρια
- → δείτε τις λέξεις διά, ερευνώ και έρευνα