διερευνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διερευνώ < αρχαία ελληνική διερευνάω < διά + ἐρευνάω < ἔρευνα < ἔρομαι < εἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-

Ρήμα[επεξεργασία]

διερευνώ (παθητική φωνή: διερευνώμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]