δικαιοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαιοσύνη οι δικαιοσύνες
      γενική της δικαιοσύνης των (δικαιοσυνών)
    αιτιατική τη δικαιοσύνη τις δικαιοσύνες
     κλητική δικαιοσύνη δικαιοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικαιοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος, θέμα δικαιο- + -σύνη < δίκη. Συγχρονικά αναλύεται σε δίκαι(ος) + -οσύνη.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.ce.oˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐και‐ο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δικαιοσύνη θηλυκό

  1. η αντικειμενική κι αμερόληπτη εφαρμογή και τήρηση των νόμων
  2. το σύστημα νόμων με το οποίο ένα κράτος και οι ανάλογοι θεσμοί και λειτουργοί εφαρμόζουν το Δίκαιο
  3. η κοινή αντίληψη για το δίκαιο, αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν δίκαιο
  4. το να απονέμεται στον καθένα αυτό που του αξίζει
  5. η απουσία ανισοτήτων και αδικίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῐκαιοσῠνα-
ονομαστική δικαιοσύνη αἱ δικαιοσύναι
      γενική τῆς δικαιοσύνης τῶν δικαιοσυνῶν
      δοτική τῇ δικαιοσύν ταῖς δικαιοσύναις
    αιτιατική τὴν δικαιοσύνην τὰς δικαιοσύνᾱς
     κλητική ! δικαιοσύνη δικαιοσύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικαιοσύν
γεν-δοτ τοῖν  δικαιοσύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικαιοσύνη < δίκαιος, θέμα δικαιο- + -σύνη < δίκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δικαιοσύνη θηλυκό

  1. αυτό που είναι δίκαιο, η δικαιοσύνη, ορθοκρισία
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 52.1
    οἱ δὲ δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδέν.
    κι αυτοί έδειξαν δικαιοσύνη και πίστη, αποδείχτηκαν άψογοι.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 367b
    μὴ οὖν ἡμῖν μόνον ἐνδείξῃ τῷ λόγῳ ὅτι δικαιοσύνη ἀδικίας κρεῖττον, ἀλλὰ τί ποιοῦσα ἑκατέρα τὸν ἔχοντα αὐτὴ δι᾽ αὑτὴν ἡ μὲν κακόν, ἡ δὲ ἀγαθόν ἐστιν·
    Μην περιοριστείς λοιπόν μόνο να μας αποδείξεις πως η δικαιοσύνη είναι προτιμότερη από την αδικία, αλλά και πώς ενεργεί από μόνη της επάνω στην ψυχή του ανθρώπου, για να είναι πράγμα κακό η μια και αγαθό η άλλη·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Μεγάλα, @scaife.perseus 1.33.2
    διὸ καί, φασίν, δοκεῖ ἡ δικαιοσύνη τελεία τις ἀρετὴ εἶναι· εἰ γὰρ δίκαια μέν ἐστιν ἃ ὁ νόμος κελεύει ποιεῖν, ὁ δὲ νόμος τὰ κατὰ πάσας ἀρετὰς ὄντα προστάττει, ὁ ἄρα τοῖς κατὰ νόμον ἐμμένων δικαίοις τελείως σπουδαῖος ἔσται, ὥστε ὁ δίκαιος καὶ ἡ δικαιοσύνη τελεία τις ἀρετὴ ἐστίν.
  2. (ελληνιστική σημασία) η απονομή δικαιοσύνης, όπως από έναν δικαστή
  3. (σύμφωνα με τους Πυθαγόριους) ο αριθμός τέσσερα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]