δικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαστικός (επίθετο) < αρχαία ελληνική δικαστικός < δικάζω < δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
- δικαστικός (ουσιαστικό) < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό δικαστικός < αρχαία ελληνική δικαστικός < δικάζω < δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
Επίθετο[επεξεργασία]
δικαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη δίκη, το δικαστήριο ή τον δικαστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαστικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που δικάζει (δικαστής, εισαγγελέας κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)