διυλιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διυλιστήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διυλιστήριο ουδέτερο
- εγκατάσταση επεξεργασίας πετρελαίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διυλιστήριο