διόραμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διόραμα τα διοράματα
      γενική του διοράματος των διοραμάτων
    αιτιατική το διόραμα τα διοράματα
     κλητική διόραμα διοράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διόραμα < αγγλικά: diorama (en) < διά, δι- + όραμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διόραμα ουδέτερο

  • τρισδιάστατη απεικόνιση σκηνής (ανεξαρτήτως μεγέθους, θεματολογίας ή υλικού προβολής ή κατασκευής)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]