δολερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δολερά < δολερός
Επίρρημα[επεξεργασία]
δολερά
- με δόλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δολερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δολερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δολερό