δροσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δροσίζω < αρχαία ελληνική δροσίζω < δρόσος

Ρήμα[επεξεργασία]

δροσίζω (παθητική φωνή: δροσίζομαι)

  1. κάνω κάτι δροσερό
  2. προσφέρω μια αίσθηση δροσιάς
  3. γίνομαι δροσερός
  4. (μεταφορικά) ικανοποιώ ή ανακουφίζω ψυχικά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]