δωροδοκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωροδοκώ < ελληνιστική κοινή δωροδοκέω / δωροδοκῶ (δέχομαι δώρα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ɾo.ðoˈko/

Ρήμα[επεξεργασία]

δωροδοκώ (μέσο: δωροδοκούμαι)

  • εξαγοράζω κάποιον με χρήματα, χάρες ή του παρέχω ένα όφελος για να εκμαιεύσω από εκείνον κάτι παράτυπο, παράνομο (είτε να το πράξει είτε να αμελήσει να πράξει εκείνο που όφειλε)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]