δύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δύο, δηώ, δῃῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.o/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύ‐ο
ομόηχο: δύο

Ρήμα[επεξεργασία]

δύω, αόρ.: έδυσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα
    ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
     συνώνυμα: βασιλεύω
     αντώνυμα: ανατέλλω
  2. (μεταφορικά) αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω
    έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης
     συνώνυμα: γέρνω, παρακμάζω, σβήνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε και τα παράγωγά τους

  • και λέξεις σχετικές με τογδύνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δύω   δύομαι 
Παρατατικός  ἔδυον   ἐδυόμην 
Μέλλοντας  δύσω   δύσομαι & δυθήσομαι 
Αόριστος  ἔδυσα   ἐδυσάμην & ἐδύθην 
Παρακείμενος  δέδυκα   -δέδυμαι (σε σύνθετα) 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδύκειν   -εδεδύμην (σε σύνθετα) 
Συντελ.Μέλλ.  δεδυκώς ἔσομαι   - 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew

Ρήμα[επεξεργασία]

δύω

  1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι
  2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι, εισδύω, χώνομαι, βυθίζομαι
  3. (για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι, περιβάλλομαι, φορώ
  4. (για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι
  5. απομονώνομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε παράγωγα και σύνθετα:

Κλίση[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

δύω

Αναφορές[επεξεργασία]