είθισται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- είθισται < αρχαία ελληνική εἴθισται, γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος ἐθίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐθίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
είθισται
- συνηθίζεται, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω συνήθειας ή σύμβασης, κοινωνικής ή άλλης, ή εθίμου
- είθισται το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά
- είθισται στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είθισται
|