εγγειοβελτιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγγειοβελτιωτικός < εν- + γη + βελτιωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εγγειοβελτιωτικός, -ή, -ό
- που αποσκοπεί στη βελτίωση της αποδοτικότητας της αγροτικής γης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγγειοβελτιωτικός
|