εγγυοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγγυοδοτώ < εγγυοδότης + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εγγυοδοτώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εγγυοδότης, εγγύηση και δίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγγυοδοτώ | εγγυοδοτούσα | θα εγγυοδοτώ | να εγγυοδοτώ | εγγυοδοτώντας | |
β' ενικ. | εγγυοδοτείς | εγγυοδοτούσες | θα εγγυοδοτείς | να εγγυοδοτείς | (εγγυοδότει) | |
γ' ενικ. | εγγυοδοτεί | εγγυοδοτούσε | θα εγγυοδοτεί | να εγγυοδοτεί | ||
α' πληθ. | εγγυοδοτούμε | εγγυοδοτούσαμε | θα εγγυοδοτούμε | να εγγυοδοτούμε | ||
β' πληθ. | εγγυοδοτείτε | εγγυοδοτούσατε | θα εγγυοδοτείτε | να εγγυοδοτείτε | εγγυοδοτείτε | |
γ' πληθ. | εγγυοδοτούν(ε) | εγγυοδοτούσαν(ε) | θα εγγυοδοτούν(ε) | να εγγυοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγγυοδότησα | θα εγγυοδοτήσω | να εγγυοδοτήσω | εγγυοδοτήσει | ||
β' ενικ. | εγγυοδότησες | θα εγγυοδοτήσεις | να εγγυοδοτήσεις | εγγυοδότησε | ||
γ' ενικ. | εγγυοδότησε | θα εγγυοδοτήσει | να εγγυοδοτήσει | |||
α' πληθ. | εγγυοδοτήσαμε | θα εγγυοδοτήσουμε | να εγγυοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | εγγυοδοτήσατε | θα εγγυοδοτήσετε | να εγγυοδοτήσετε | εγγυοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | εγγυοδότησαν εγγυοδοτήσαν(ε) |
θα εγγυοδοτήσουν(ε) | να εγγυοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγγυοδοτήσει | είχα εγγυοδοτήσει | θα έχω εγγυοδοτήσει | να έχω εγγυοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγγυοδοτήσει | είχες εγγυοδοτήσει | θα έχεις εγγυοδοτήσει | να έχεις εγγυοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγγυοδοτήσει | είχε εγγυοδοτήσει | θα έχει εγγυοδοτήσει | να έχει εγγυοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγγυοδοτήσει | είχαμε εγγυοδοτήσει | θα έχουμε εγγυοδοτήσει | να έχουμε εγγυοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγγυοδοτήσει | είχατε εγγυοδοτήσει | θα έχετε εγγυοδοτήσει | να έχετε εγγυοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγγυοδοτήσει | είχαν εγγυοδοτήσει | θα έχουν εγγυοδοτήσει | να έχουν εγγυοδοτήσει |
|