εθνοψυχολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνοψυχολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnopsychology < αρχαία ελληνική ἔθνος + ψυχή + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνοψυχολογία θηλυκό
- (ψυχολογία) τομέας της ψυχολογίας που ασχολείται με την κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη των διαφόρων εθνών, εθνικών ή πολιτισμικών συνόλων, τις συλλογικές συμπεριφορές, τις νοοτροπίες, τους μύθους και τα έθιμά τους, τις προσλήψεις του περιβάλλοντός τους κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνοψυχολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)