ειδητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδητικός η ειδητική το ειδητικό
      γενική του ειδητικού της ειδητικής του ειδητικού
    αιτιατική τον ειδητικό την ειδητική το ειδητικό
     κλητική ειδητικέ ειδητική ειδητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδητικοί οι ειδητικές τα ειδητικά
      γενική των ειδητικών των ειδητικών των ειδητικών
    αιτιατική τους ειδητικούς τις ειδητικές τα ειδητικά
     κλητική ειδητικοί ειδητικές ειδητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειδητικός < αρχαία ελληνική εἰδητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) eidetisch)

Επίθετο[επεξεργασία]

ειδητικός, -ή, -ό

  1. (φιλοσοφία) αριστοτελικός όρος αναφερόμενος στα σχετικά με τη μορφή της ύλης
  2. (ψυχολογία) που μπορεί να σχηματίζει ή να ανακαλεί στην μνήμη του ξεκάθαρες νοητικές εικόνες
    Ο Λάνγκντον συνειδητοποίησε πως η Σιένα έλεγχε τη μνήμη του.Έκανε αυτό που του ζήτησε. «Τι φοράω;» Ο Λάνγκντον μπορούσε να τη θυμηθεί άριστα. «Μαύρα ίσια παπούτσια, τζιν παντελόνι και μια κρεμ μπλούζα με V λαιμόκοψη. Έχεις ξανθά μαλλιά, στο μήκος των ώμων σου, πιασμένα πίσω. Τα μάτια σου είναι καστανά». Ο Λάνγκντον άνοιξε τα μάτια του και την παρατήρησε, ικανοποιημένος καθώς διαπίστωνε ότι η ειδητική μνήμη του λειτουργούσε φυσιολογικά. (Νταν Μπράουν, Inferno)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]