εισάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισάγω <
  1. αρχαία ελληνική εἰσάγω < εἰς + ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

εισάγω, στ.μέλλ.: θα εισάγω, αόρ.: εισήγαγα, παθ.φωνή: εισάγομαι, μτχ.π.π.: εισηγμένος

  1. οδηγώ εντός, φέρω μέσα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
    Τον εισήγαγαν στο νοσοκομείο για θεραπεία.
    Εισήγαγε νέα ήθη στην πολιτική ζωή του τόπου.
  2. (οικονομία) κάνω εισαγωγή, φέρνω προϊόντα από ξένες χώρες
    Η χώρα μας εισάγει πετρέλαιο από τις αραβικές χώρες.
    Το προηγούμενο έτος η εταιρεία μας εισήγαγε δέκα χιλιάδες ηλεκτρικές συσκευές.
  3. βοηθώ κάποιον να κατακτήσει τις θεμελιώδεις γνώσεις σε έναν τομέα
    Μας εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του.
    Μας εισήγαγε στο πνεύμα της νομικής επιστήμης.
  4. (γραμματική) (για μέρη του λόγου) ξεκινάω μια πρόταση
    οι τελικοί σύνδεσμοι εισάγουν τελικές προτάσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]