εκθαμβωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκθαμβωτικός < (καθαρεύουσα) ἐκθαμβωτικός < ἐκθαμβώ(νω) < + -τικός < έκθαμβος[1] < (ελληνιστική κοινή) ἔκθαμβος. Δείτε έκ-, θάμβος, και τα ελληνιστικά ἐκθαμβητικός, ἐκθαμβόομαι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.θaɱ.vo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐θαμ‐βω‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκθαμβωτικός
- (κυριολεκτικά) που μπορεί να θαμπώσει ή και να τυφλώσει με τη λάμψη του
- ↪ εκθαμβωτικά φώτα
- (μεταφορικά) που είναι πάρα πολύ όμορφος, ικανός να τυφλώσει κάποιον από τη λάμψη που εκπέμπει η ομορφιά του
- ↪ εκθαμβωτική ομορφιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη θάμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκθαμβωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας