ελαττώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαττώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ελαττώνω < αρχαία ελληνική ἐλαττόομαι-ἐλαττοῦμαι < ἐλάττων

Ρήμα[επεξεργασία]

ελαττώνομαι, π.αόρ.: ελαττώθηκα, μτχ.π.π.: ελαττωμένος, (ενεργ.: ελαττώνω)