εμβολισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εμβολιασμός, εμβόλιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβολισμός οι εμβολισμοί
      γενική του εμβολισμού των εμβολισμών
    αιτιατική τον εμβολισμό τους εμβολισμούς
     κλητική εμβολισμέ εμβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβολισμός < εμβολίζω + -μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβολισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εμβολισμός οἱ εμβολισμοί
      γενική τοῦ εμβολισμοῦ τῶν εμβολισμῶν
      δοτική τῷ εμβολισμ τοῖς εμβολισμοῖς
    αιτιατική τὸν εμβολισμόν τοὺς εμβολισμούς
     κλητική ! εμβολισμέ εμβολισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εμβολισμώ
γεν-δοτ τοῖν  εμβολισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβολισμός < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβολισμός αρσενικό