εμβρυακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβρυακά < εμβρυακ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμβρυακά
- με εμβρυακό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβρυακά
→ δείτε τη λέξη εμβρυϊκά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εμβρυακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εμβρυακός