εμβρυοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβρυοειδής η εμβρυοειδής το εμβρυοειδές
      γενική του εμβρυοειδούς* της εμβρυοειδούς του εμβρυοειδούς
    αιτιατική τον εμβρυοειδή την εμβρυοειδή το εμβρυοειδές
     κλητική εμβρυοειδή(ς) εμβρυοειδής εμβρυοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβρυοειδείς οι εμβρυοειδείς τα εμβρυοειδή
      γενική των εμβρυοειδών των εμβρυοειδών των εμβρυοειδών
    αιτιατική τους εμβρυοειδείς τις εμβρυοειδείς τα εμβρυοειδή
     κλητική εμβρυοειδείς εμβρυοειδείς εμβρυοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβρυοειδής < έμβρυο + -ο- + -ειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

εμβρυοειδής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]