εμμηναγωγό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμμηναγωγό τα εμμηναγωγά
      γενική του εμμηναγωγού των εμμηναγωγών
    αιτιατική το εμμηναγωγό τα εμμηναγωγά
     κλητική εμμηναγωγό εμμηναγωγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έμμηνος (< ἐν + μήν, μηνός) + αγωγός (< ἄγω = οδηγώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμμηναγωγό ουδέτερο

η φαρμακευτική ουσία που έχει τη δυνατότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί ωορρηξία, να προκαλέσει αιμορραγία, όταν δεν έχει έμφανιστεί κανονική έμμηνη ρύση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εμμηναγωγό