ενθουσιώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθουσιώδης η ενθουσιώδης το ενθουσιώδες
      γενική του ενθουσιώδους της ενθουσιώδους του ενθουσιώδους
    αιτιατική τον ενθουσιώδη την ενθουσιώδη το ενθουσιώδες
     κλητική ενθουσιώδη(ς) ενθουσιώδης ενθουσιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθουσιώδεις οι ενθουσιώδεις τα ενθουσιώδη
      γενική των ενθουσιωδών των ενθουσιωδών των ενθουσιωδών
    αιτιατική τους ενθουσιώδεις τις ενθουσιώδεις τα ενθουσιώδη
     κλητική ενθουσιώδεις ενθουσιώδεις ενθουσιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενθουσιώδης < ελληνιστική κοινή ἐνθουσιώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

ενθουσιώδης

  1. (για πρόσωπο) που έχει και εμφανίζει ενθουσιασμό, μεγάλη όρεξη, χαρά, ενέργεια για κάτι
    ενθουσιώδης κόσμος
  2. (για πράγμα) που γίνεται με ενθουσιασμό
    ενθουσιώδης υποδοχή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]