ενισχυτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενισχυτής < ενισχύω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Verstärker)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενισχυτής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ισχύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενισχυτής