εντάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντάξει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τάξει (με τακτικό τρόπο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική in Ordnung [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈda.ksi/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

εντάξει

  1. (χαρακτηρισμός) στην πρέπουσα ή τη σωστή κατάσταση
    τακτοποίησα τα πράγματά μου και τώρα όλα είναι εντάξει
  2. (σε διάλογο) δηλώνοντας την αλλαγή θέματος ή την αναφορά σε κάτι άλλο
  3. (ως απάντηση) ωραία, καλά, σύμφωνοι
    - Θα συναντηθούμε στις 8;
    - Εντάξει.
  4. τέλος, φτάνει, καλώς
  5. (για πρόσωπο, επιθετικά) με τίμια και καλή συμπεριφορά, όπως αρμόζει
    ο Πέτρος είναι πολύ εντάξει παιδί
     συνώνυμα: σωστός, ξηγημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εντάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εντάσσω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντάσσω
  3. θα εντάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντάσσω

Αναφορές[επεξεργασία]