εξέταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέταση οι εξετάσεις
      γενική της εξέτασης* των εξετάσεων
    αιτιατική την εξέταση τις εξετάσεις
     κλητική εξέταση εξετάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξετάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξέταση < αρχαία ελληνική ἐξέτασις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkse.ta.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξέταση θηλυκό

  1. η προσεκτική παρατήρηση και έρευνα ενός αντικειμένου που αποσκοπεί στην καλύτερη γνώση του
    η εξέταση των αιτίων ενός ιστορικού γεγονότος
  2. (ιατρική) η προσεκτική παρατήρηση ενός ασθενούς, συχνά με τη βοήθεια ιατρικών οργάνων, προκειμένου να διαγνωστεί η ασθένειά του
  3. (ιατρική) η εργαστηριακή έρευνα σωματικού υλικού (πχ αίματος, ούρων, ιστών κλπ)
  4. (στην εκπαίδευση) η διαδικασία με την οποία ο διδάσκων κάνει ερωτήσεις προφορικά ή γραπτά σε έναν μαθητή προκειμένου να τον βαθμολογήσει
    • (στον πληθυντικό) η διαδικασία και η περίοδος των γραπτών διαγωνισμάτων
  5. (στο δικαστήριο) η υποβολή ερωτήσεων σε έναν μάρτυρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]