εξαρτώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαρτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαρτώμαι

  1. βρίσκομαι σε σχέση εξάρτησης από κάποιον άλλον
  2. (γραμματική) για πρόταση ή όρο που συμπληρώνει το νόημα άλλης πρότασης ή όρου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]