εξαρτώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαρτώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαρτώμαι
- βρίσκομαι σε σχέση εξάρτησης από κάποιον άλλον
- (γραμματική) για πρόταση ή όρο που συμπληρώνει το νόημα άλλης πρότασης ή όρου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εξαρτημένη πρόταση: (γραμματική) η δευτερεύουσα πρόταση
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαρτώμαι | εξαρτόμουν | θα εξαρτώμαι | να εξαρτώμαι | ||
β' ενικ. | εξαρτάσαι | εξαρτόσουν | θα εξαρτάσαι | να εξαρτάσαι | ||
γ' ενικ. | εξαρτάται | εξαρτόταν | θα εξαρτάται | να εξαρτάται | ||
α' πληθ. | εξαρτώμεθα - εξαρτόμαστε | εξαρτόμασταν | θα εξαρτώμεθα - εξαρτόμαστε | να εξαρτώμεθα - εξαρτόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαρτάσθε - εξαρτάστε | εξαρτόσασταν | θα εξαρτάσθε - εξαρτάστε | να εξαρτάσθε - εξαρτάστε | εξαρτάσθε - εξαρτάστε | |
γ' πληθ. | εξαρτώνται | εξαρτόνταν - εξαρτόντουσαν | θα εξαρτώνται | να εξαρτώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαρτήθηκα | θα εξαρτηθώ | να εξαρτηθώ | εξαρτηθεί | ||
β' ενικ. | εξαρτήθηκες | θα εξαρτηθείς | να εξαρτηθείς | εξαρτήσου | ||
γ' ενικ. | εξαρτήθηκε | θα εξαρτηθεί | να εξαρτηθεί | |||
α' πληθ. | εξαρτηθήκαμε | θα εξαρτηθούμε | να εξαρτηθούμε | |||
β' πληθ. | εξαρτηθήκατε | θα εξαρτηθείτε | να εξαρτηθείτε | εξαρτηθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαρτήθηκαν εξαρτηθήκαν(ε) |
θα εξαρτηθούν(ε) | να εξαρτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαρτηθεί | είχα εξαρτηθεί | θα έχω εξαρτηθεί | να έχω εξαρτηθεί | εξαρτημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαρτηθεί | είχες εξαρτηθεί | θα έχεις εξαρτηθεί | να έχεις εξαρτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαρτηθεί | είχε εξαρτηθεί | θα έχει εξαρτηθεί | να έχει εξαρτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαρτηθεί | είχαμε εξαρτηθεί | θα έχουμε εξαρτηθεί | να έχουμε εξαρτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαρτηθεί | είχατε εξαρτηθεί | θα έχετε εξαρτηθεί | να έχετε εξαρτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαρτηθεί | είχαν εξαρτηθεί | θα έχουν εξαρτηθεί | να έχουν εξαρτηθεί |