επίτευγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίτευγμα < μεσαιωνική ελληνική ἐπίτευγμα < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίτευγμα ουδέτερο
- το κατόρθωμα, το σημαντικό αποτέλεσμα ύστερα από προσπάθεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίτευγμα