επαλείφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαλείφω < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω < ἐπί + ἀλείφω
Ρήμα[επεξεργασία]
επαλείφω (παθητική φωνή: επαλείφομαι)
- αλείφω ομοιόμορφα με παχύρρευστη ουσία μια επιφάνεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επάλειμμα
- επαλειπτικός
- επάλειψη
- επαλειψούλα
- → δείτε τις λέξεις επί και αλείφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαλείφω
|