επανάσταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανάσταση οι επαναστάσεις
      γενική της επανάστασης* των επαναστάσεων
    αιτιατική την επανάσταση τις επαναστάσεις
     κλητική επανάσταση επαναστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανάσταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπανάστα(σις) + -ση < ἐπανίστημι < (επανά-) ἐπί + ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.paˈna.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐νά‐στα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επανάσταση θηλυκό

  1. (ιστορία, πολιτική) η εξέγερση κοινωνικών ομάδων ή λαών, με στόχους την απελευθέρωση από κάποιον δυνάστη, την ένωση με κάποια κρατική οντότητα, την απόκτηση της εξουσίας και την πραγματοποίηση αλλαγών στον οικονομικό, πολιτισμικό και άλλους τομείς
  2. (καταχρηστικά) στάση, κίνημα, κίνηση, πραξικόπημα
  3. (κατ’ επέκταση) αντίδραση σε κάποια καταπιεστική κατάσταση
  4. (μεταφορικά) μεγάλη αλλαγή ή καινοτομία σε κάποιον τομέα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]