επιδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδοτώ < επι- + -δοτώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.ðoˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

επιδοτώ (παθητική φωνή: επιδοτούμαι)

  1. παρέχω επιδότηση
  2. παρέχω επίδομα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]