επιληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιληπτικός < αρχαία ελληνική ἐπιληπτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιληπτικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιληπτικός αρσενικό (θηλυκό: επιληπτική)
- αυτός που πάσχει από επιληψία