επιμελητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμελητής< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμελητής[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμελητής αρσενικό (θηλυκό επιμελήτρια)
- ο άνδρας που έχει αναλάβει να φροντίσει την αρτιότερη τεχνική και αισθητική εμφάνιση κάποιου έργου
- ↪ επιμελητής αρχαιοτήτων
- ο μαθητής που αναλαμβάνει εκ περιτροπής με τους υπόλοιπους συμμαθητές του να προσέχει την αίθουσα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος
- ↪ ο επιμελητής της τάξης οφείλει να ανοίγει τα παράθυρα
- γιατρός νοσοκομείου, ο οποίος έχει ασκηθεί στην ειδικότητά του για συγκεκριμένο διάστημα και προΐσταται συγκεκριμένου τομέα
- ↪ ο επιμελητής της Α' Παθολογικής Κλινικής
- παλαιότερη ονομασία για τον πανεπιστημιακό δάσκαλο της κατώτερης βαθμίδας, αντίστοιχη του σημερινού λέκτορα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμελητής
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιμελητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)