επιμελητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιμελητής οι επιμελητές
      γενική του επιμελητή των επιμελητών
    αιτιατική τον επιμελητή τους επιμελητές
     κλητική επιμελητή επιμελητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμελητής< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμελητής[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιμελητής αρσενικό (θηλυκό επιμελήτρια)

  1. ο άνδρας που έχει αναλάβει να φροντίσει την αρτιότερη τεχνική και αισθητική εμφάνιση κάποιου έργου
    επιμελητής αρχαιοτήτων
  2. ο μαθητής που αναλαμβάνει εκ περιτροπής με τους υπόλοιπους συμμαθητές του να προσέχει την αίθουσα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος
    ο επιμελητής της τάξης οφείλει να ανοίγει τα παράθυρα
  3. γιατρός νοσοκομείου, ο οποίος έχει ασκηθεί στην ειδικότητά του για συγκεκριμένο διάστημα και προΐσταται συγκεκριμένου τομέα
    ο επιμελητής της Α' Παθολογικής Κλινικής
  4. παλαιότερη ονομασία για τον πανεπιστημιακό δάσκαλο της κατώτερης βαθμίδας, αντίστοιχη του σημερινού λέκτορα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]