επιστολόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστολόχαρτο τα επιστολόχαρτα
      γενική του επιστολόχαρτου των επιστολόχαρτων
    αιτιατική το επιστολόχαρτο τα επιστολόχαρτα
     κλητική επιστολόχαρτο επιστολόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστολόχαρτο < επιστολ(ή) + -ό- + χάρτ(ης) + -ο[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιστολόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]