επιτυχώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτυχώς < επιτυχής
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιτυχώς
- με επιτυχία
- ολοκληρώθηκε επιτυχώς η χτεσινή σύσκεψη συνδικαλιστών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτυχώς