επιτυχώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτυχώς < επιτυχής

Επίρρημα[επεξεργασία]

επιτυχώς

  1. με επιτυχία
    ολοκληρώθηκε επιτυχώς η χτεσινή σύσκεψη συνδικαλιστών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]