εργάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐργάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργάτης οι εργάτες
      γενική του εργάτη των εργατών
    αιτιατική τον εργάτη τους εργάτες
     κλητική εργάτη εργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργάτης < ελληνιστική κοινή ἐργάτης (αρχαία σημασία: γεωργός)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɾˈɣa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργάτης αρσενικό (θηλυκό εργάτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που προσφέρει την εργασία του σε κάποιον σε εργοδότη έναντι αμοιβής
  2. (ειδικότερα) ο εργαζόμενος που αμείβεται με το μεροκάματο
  3. (γενικότερα) αυτός που μοχθεί για να προσφέρει ένα έργο
    εργάτης του πνεύματος
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το βαρούλκο, ή βίντσι
  5. άλλες μορφές: αργάτης
  6. (μηχανολογία, ιδιωματισμός) ο μικρός μηχανισμός έλξης με ανέμη που τοποθετείται μπροστά από οχήματα, τύπου τζιπ, ή σε οχήματα ειδικών εργασιών π.χ. πυροσβεστικών, οδικής βοήθειας, μετακομίσεων κ.λπ.
  7. (ειδικότερα) κοινό θηλυκό μυρμήγκι σε αντίθεση με τα κανονικά αρσενικά και θηλυκά.

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Συγγενικά[επεξεργασία]

με θέμα εργατ-

→ και δείτε τη λέξη έργον για άλλα θέματα (όπωςεργαλείο, εργάζομαι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]