εργασιοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργασιοθεραπεία θηλυκό
- Θεραπευτικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη, επανάκτηση ή διατήρηση των ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την υγεία, την παραγωγικότητα και την ανεξαρτησία στην καθημερινή διαβίωση. Μπορεί να περιλαμβάνει την χρήση τεχνολογίας ή επικουρικά υποστηρικτικών τεχνικών για την ενίσχυση της λειτουργίας ή την αποτροπή της αναπηρίας.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργασιοθεραπεία
|