εστιατόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εστιατόριο < αρχαία ελληνική ἑστιατόριον < ἑστιάτωρ < ἑστιάω < ἑστία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εστιατόριο ουδέτερο
- κατάστημα (ή μέρος που ανήκει σε μεγαλύτερο χώρο: πλοίο, τρένο κ.λπ.) όπου παρασκευάζονται και σερβίρονται φαγητά, ποτά κ.λπ.
- (στρατιωτικός όρος) τραπεζαρία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εστιάτορας
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εστιατόριο
|