ευήνεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευήνεμος < εὐήνεμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ευήνεμος, η, ο
- που έχει καλό / ευνοϊκό άνεμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευήνεμος
|