ευδαίμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευδαίμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδαίμων < εὖ (ευ-) + δαίμων
Επίθετο[επεξεργασία]
ευδαίμων
- (λόγιο) άλλη μορφή του ευδαίμονας (ήρεμος και πολύ) ευτυχισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευδαιμονία
- ευδαιμονίζω
- ευδαιμονικά
- ευδαιμονικός
- ευδαιμονιστής
- ευδαιμονιστικά[1]
- ευδαιμονιστικός
- ευδαιμονίστρια
- ευδαιμονώ
→ και δείτε τις λέξεις ευ και δαίμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευδαίμων
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευδαιμονιστικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)