ευθύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθύνομαι < αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς
Ρήμα[επεξεργασία]
ευθύνομαι (αποθετικό ρήμα), παρατ.: ευθυνόμουν (χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθύνομαι