εφίδρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφίδρωση | οι | εφιδρώσεις |
γενική | της | εφίδρωσης* | των | εφιδρώσεων |
αιτιατική | την | εφίδρωση | τις | εφιδρώσεις |
κλητική | εφίδρωση | εφιδρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφιδρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφίδρωση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφίδρωση