εφεδρεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφεδρεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφεδρεία < αρχαία ελληνική ἐφεδρεία (το να περιμένεις τη σειρά σου)[1] (< ἐφεδρεύω < ἔφεδρος < ἐπι- + ἕδρα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.feˈðɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φε‐δρεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφεδρεία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) ένα σύνολο στρατιωτών, συμπληρωματικό της κύριας στρατιωτικής δύναμης, που βρίσκεται σε ετοιμότητα στα μετόπισθεν, έτοιμο να επέμβει, αν χρειαστεί
- (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ανδρών ή γυναικών εφέδρων που είναι σε θέση να ανακληθούν στην ενεργό υπηρεσία, όταν παρουσιαστεί ανάγκη
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν τον αποσύρουν απ' την ενεργό υπηρεσία και μέχρι να τον επαναφέρουν, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν ή το επιτρέψουν
- (μεταφορικά) ό,τι βάζουμε στην άκρη, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί όταν το χρειαστούμε, το απόθεμα, η παρακαταθήκη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφεδρεία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εφεδρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)